γονίδι

γονίδι
το [γόνος]
1. σμήνος από νεαρές μέλισσες, σμάρι
2. γόνος ψαριών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • γονίδι — το αβγά και προνύμφες μελισσών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σμάρι — Ημιορεινός οικισμός (374 κάτ., υψόμ. 320 μ.), στην επαρχία Πεδιάδας του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στα βορειοδυτικά του Καστελλίου. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (12 τ. χλμ., 374 κάτ.). * * * το, Ν 1. νέο σμήνος μελισσών, γονίδι, γόνος 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”